12/12/07
Από την Πόλη στην Istanbul, 550+ χρόνια ζωντανής μνήμης
Mια από τις πιο δύσκολες αφηγήσεις είναι αυτές που αναφέρονται σε ιστορικές επετείους γιατί πέρα από την δημοσιογραφική εξιστόρηση των γεγονότων πρέπει να εξεταστούν και πολλοί άλλοι παράγοντες αν θέλουμε να έχουμε μια σφαιρική αποτίμηση. Πρέπει να εξεταστεί το πριν, πως φθάσαμε δηλαδή ως εδώ και το μετά, τι έμεινε δηλαδή από τότε ως σήμερα.
Στην ιστορία των λαών, υπάρχουν σημαντικά γεγονότα που σηματοδοτούνται με μία μόνο λέξη παρόλο που η λέξη αυτή δεν είναι αποκλειστικός προσδιορισμός μόνο αυτών των γεγονότων. Λέμε Ακρόπολις και αντιλαμβανόμαστε όλοι τον Παρθενώνα, λέμε η Σταύρωση και όλοι εννοούμε το μαρτύριο του Θεανθρώπου, λέμε η Έξοδος και το μυαλό μας αυτόματα πάει στο Μεσολόγγι έτσι και όταν λέμε η Άλωση το γεγονός μας παραπέμπει συνειρμικά στην Άλωση της Πόλης που και πάλι όταν λέμε Πόλη όλοι αναφερόμαστε στην μία συγκεκριμένη, την μία και μοναδική, στην Κωνσταντινούπολη, τις τελευταίες στιγμές της οποίας καλούμαστε σήμερα να εξιστορήσουμε.
Πολλοί συνδυάζουν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης με το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άλλοι όμως την χαρακτηρίζουν σαν το ιστορικό επακόλουθο του τέλους μιας Αυτοκρατορίας που συνέβη πολλά χρόνια πριν, σαν την ληξιαρχική πράξη ενός προαναγγελθέντος και αναπόφευκτα αναμενόμενου θανάτου.
Θα κάνω μια σύντομη ιστορική αναδρομή , ένα γρήγορο πέρασμα μέσα στους αιώνες που έζησαν κάτω από το άνοιγμα των φτερών του Δικέφαλου Αετού, σύμβολο μιας Αυτοκρατορίας που δέσποζε στην τότε Οικουμένη.
Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ξεκινά με την ίδρυση από τον Μέγα Κωνσταντίνο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του Ανατολικού κράτους της ατέλειωτης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα ερείπια της αρχαίας πόλης που έκτισε ο Βύζαντας . Η πόλη αυτή που τιμήθηκε με το όνομα του, υπήρξε για 11 αιώνες το κεντρικό σύμβολο της νέας Αυτοκρατορίας που ξεπήδησε μέσα από τις στάχτες του τέλους της κυριαρχίας της Ρώμης και κατά τους χρόνους κυριαρχίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου αριθμούσε πληθυσμό περίπου 200.000 ατόμων.
Στο γρήγορο ταξίδι μου στο χρόνο δεν θα σταθώ σε όλες εκείνες τις δοξασμένες περιόδους της Αυτοκρατορίας. Θα σηματοδοτήσω στα γρήγορα την περίοδο του Μεγάλου Θεοδοσίου(379-395) όπου έχουμε τον θρίαμβο του Χριστιανισμού στην αυτοκρατορία ,την περίοδο του Μεγάλου Ιουστινιανού (527-565) που μαζί με τη σύζυγο του Θεοδώρα δημιούργησε τον Χρυσό Αιώνα του Βυζαντίου στολίζοντας την πρωτεύουσα με την Μεγάλη Εκκλησία την Αγία Σοφία και αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο νομοθετικό έργο, την περίοδο του Βασιλείου του Β’ του Βουλγαροκτόνου (976-1025) που η Αυτοκρατορία γνώρισε τη μεγαλύτερη δύναμη της και δόξα καθώς και τη μεγαλύτερη της έκταση και θα φθάσω στο 1054 οπότε έχουμε το τελικό σχίσμα των δύο Εκκλησιών. Η σχέση Εκκλησίας και κράτους σημάδεψε πολλά γεγονότα στην διάρκεια της ζωής της Αυτοκρατορίας. Η ταύτιση αυτοκρατόρων και πατριαρχών καθώς και οι μεγάλες διαμάχες υπήρξαν καταλυτικές για την ενότητα του κράτους. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία μαστίζεται από ατέλειωτες διενέξεις εκκλησιαστικού χαρακτήρα. Πατριάρχες καθαιρούνται και εξορίζονται, αυτοκράτορες αφορίζονται , πλήθος αιρέσεων διαιρούν την εξουσία τον κλήρο και τον λαό και σαν επιστέγασμα όλων αυτών έχουμε και την διαμάχη μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, μεταξύ του Πάπα και του Πατριάρχη της Κων/πόλεως.
Ο ανταγωνισμός των δύο Εκκλησιών έχει και άμεσο γεωπολιτικό χαρακτήρα. Η Δυτική Εκκλησία προσπαθεί να επέμβει σε χώρες που εξουσίαζε το Βυζάντιο και επιπροσθέτως η αλαζονεία των παπών , η επιδιώκουσα αυταρχική παντοκρατορία επί της Εκκλησίας επέφερε τελικώς το Σχίσμα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο και σε αυτή τούτη την πτώση της βασιλίδος των πόλεων.
Από την εποχή του σχίσματος έως την Άλωση έγιναν πολλές προσπάθειες για την ένωση των δύο Εκκλησιών. Απέτυχαν όμως όλες γιατί αφ’ ενός μεν προσέκρουαν στις υπερφίαλες προθέσεις των παπών, αφ’ ετέρου υπεστηρίζοντο από αυτοκράτορες του Βυζαντίου αποβλέποντες μόνο στην εκ Δυσμών στρατιωτική βοήθεια προς απόκρουση των απειλούντων το κράτος κινδύνων. Ούτε η Εκκλησία ούτε ο λαός ακολούθησε αυτές τις αυτοκρατορικές προθέσεις. Η υπό των σταυροφόρων κατάληψη χωρών που ανήκαν στο Βυζαντινό κράτος και η βάρβαρη και βανδαλική προς τους κατοίκους αυτών συμπεριφορά η οποία συνοδεύτηκε και με την βεβήλωση ναών που ανήκαν στο ανατολικό δόγμα εξήψαν το πολιτικό και θρησκευτικό μίσος των ανατολικών προς τους δυτικούς ώστε πολλοί εκ των κατοίκων της Κων/πολης, λίγο πριν τη άλωση να προτιμούν το μουσουλμανικό φέσι από την παπική τιάρα.
Ο λαός χωρίστηκε στα δύο. Στους λεγόμενους ενωτικούς και στους ανθενωτικούς. Η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία και η βυζαντινή κοινωνία περνούν από βαθιά ηθική κρίση. Οι άρχοντες οι διαχειριζόμενοι τα κοινά είναι άρπαγες, οι δικαστές δωρολήπτες, και όσοι πολιτεύονται ψευδολόγοι με ολέθριο αντίκτυπο στην κοινωνία. Οι εγωιστές, οι αλαζόνες, οι αχάριστοι, οι λασπολόγοι, οι αδιάλλακτοι κυριαρχούν. Και αυτά τα παραπάνω δεν τα λέει κάποιος περιγράφοντας τη σημερινή σύγχρονη εποχή μας. Τα γράφει ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος στις αρχές του 15ου αιώνα και σκιαγραφεί την κοινωνία της εποχής λίγο πριν την Άλωση.
Τότε , επί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου , λίγο πριν την πτώση, έγινε η τελευταία προσπάθεια για την ένωση των δύο Εκκλησιών. Ο Αυτοκράτορας ζήτησε την ένωση από τον Πάπα Νικόλαο τον Ε’ ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια για να σώσει την Πόλη.
Όταν όμως οι απεσταλμένοι του Πάπα τέλεσαν λειτουργία τον ναό της Αγίας Σοφίας, τον Δεκέμβριο του 1452, έγινε στάση στην πρωτεύουσα. Όλοι οι κληρικοί της Ανατολικής Εκκλησίας που έλαβαν μέρος στη λειτουργία αφορίστηκαν και η Αγία Σοφία ανακαινίσθη εκ νέου ως μολυνθείσα υπό των δυτικών. Έτσι και μετά από την τελευταία αυτή προσπάθεια ξεκίνησε η μαρτυρική πορεία του Αυτοκράτορα, του λαού και της Πόλης προς την οδό του πεπρωμένου τους, πεπρωμένο που ενώ συνήθως του δίνουμε μεταφυσικές διαστάσεις, τις περισσότερες φορές καθορίζεται από τη στάση ανθρώπων.
Ας εξετάσουμε τώρα την Αυτοκρατορία και την πρωτεύουσα της στα χρόνια του τελευταίου της μονάρχη, του θρυλικού Κων/νου του ΙΑ του Παλαιολόγου που ανέβηκε στο θρόνο το 1449 για να σφραγίσει σε 4 χρόνια με το μαρτυρικό θάνατο του το τέλος της Ελληνιστικής εποχής στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Από τα μέσα του 11ου αιώνα οι Σελτζούκοι Τούρκοι, ξεκινώντας από τις στέπες της μακρινής Ασίας κάνουν τη εμφάνιση τους στα εδάφη της αυτοκρατορίας και αρχίζει η αφαίμαξη των εδαφών της ξεκινώντας από τα ανατολικά.
Μεσολαβούν και οι δυτικοί με τους Σταυροφόρους, τους Ενετούς, τους Γενουάτες, επέρχεται η παρακμή, προδιαγεγραμμένο τέλος κάθε αυτοκρατορίας και έτσι με την άνοδο του Παλαιολόγου στο θρόνο το 1449 το κράτος οριοθετείται από την Κωνσταντινούπολη, κάποια βόρεια προάστια προς τον Εύξεινο Πόντο και κάποια νότια προς την Προποντίδα, μερικά νησιά του Αιγαίου και κάποιο τμήμα του Μοριά εκεί προς το νότο που το εξουσίαζαν οι αδελφοί του Δημήτριος και Θωμάς, φιλονικούντες όμως μεταξύ τους και μάλιστα ο Δημήτριος ήταν φίλος των Τούρκων και δεν δίστασε να τους καλέσει προς βοήθεια του εναντίον του αδελφού του.
Αυτή δε η Κωνσταντινούπολη που στις εποχές της μεγάλης δόξας της αριθμούσε 1.000.000 κατοίκους τώρα μόλις και μετά βίας συγκέντρωνε 50.000 κατοίκους ο δε στρατός της αποτελείτο από 5.000 βυζαντινούς και 2.000 ξένους κυρίως Ενετούς και Γενουάτες .Οι τελευταίοι αυτοί κατοικούσαν στην περιοχή του Γαλατά και δεν έλαβαν μέρος στην τελική μάχη, διατηρώντας την ουδετερότητα τους.
Η πόλη είχε χάσει όλη τη δόξα της και μόνο κάποια ιδιαίτερα κτήρια, το Παλάτι , ο Ιππόδρομος και κάποιες μεγάλες εκκλησίες θύμιζαν το λαμπρό παρελθόν της. Τα οικονομικά της άθλια. Κράτος χωρίς υπηκόους από πού θα αντλήσει φόρους; Κειμήλια εκκλησιών δόθηκαν για να κοπούν νομίσματα και να πληρωθούν οι στρατιώτες. Ο άλλοτε πανίσχυρος Βυζαντινός στόλος περιορίστηκε σε 10 πλοία και αυτά κλεισμένα πίσω την αλυσίδα που σφράγιζε την είσοδο του Κεράτιου. Αυτή ήταν η κατάσταση όταν στις 7 Απριλίου 1453 άρχισε η πολιορκία.
Απέναντι στους ολιγάριθμους υπερασπιστές της Πόλης ο Μωάμεθ ο Β’ αντιπαρατάσσει 150.000 στρατιώτες που πλαισιώνονται από τεχνίτες, εργάτες, υπηρέτες και μεγάλο αριθμό ατάκτων. Ο αντίπαλος του Κωνσταντίνου, ο Μωάμεθ ο Β΄, είκοσι ενός ετών, συνδύαζε μια μεγάλη σκληρότητα, δίψα για αίμα και πολλά κατώτερα πάθη με ένα ενδιαφέρον για την επιστήμη, την τέχνη και τη μόρφωση καθώς και την δραστηριότητα και τις ικανότητες ενός στρατηγού, πολιτικού και οργανωτού. Εγκαταλείποντας την πρωτεύουσα του την Ανδριανούπολη, ο Μωάμεθ εγκαταστάθηκε σε μια σκηνή έξω από τα τείχη της Πόλης και συγκεκριμένα έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τα τείχη αυτά περιέβαλλαν την πόλη και από ξηρά και από θάλασσα. Αρχικά τα κατασκεύασε ο Μέγας Κων/νος αλλά μετά την καταστροφή τους από το σεισμό του 412 ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος ο Β’ τα ανακατασκεύασε και λίγο αργότερα προστέθηκε και τάφρος πλάτους 15-20 μέτρων η οποία γέμιζε με νερό όταν οι κίνδυνοι το απαιτούσαν.
Στις 12 Απριλίου έφτασε και ο πολεμικός στόλος των Τούρκων αποτελούμενος από 400 πλοία αλλά έμεινε αγκυροβολημένος στο Βόσπορο καθώς μια χοντρή αλυσίδα έφραζε την είσοδο του Κεράτιου κόλπου και παρ’ όλες τις προσπάθειες τους δεν μπόρεσαν να τη σπάσουν. Για τον αποκλεισμό της Πόλης ο Μωάμεθ χρησιμοποίησε και τα δύο κάστρα που έκτισε για το σκοπό αυτό στις δύο πλευρές του Βοσπόρου, για να αποκόψει την αποστολή τροφίμων και εφοδίων από τη Μαύρη Θάλασσα. Ο αυτοκράτωρ επισκεύασε τα τείχη στα σημεία που υπήρχαν ρήγματα, και μετέφερε στην πόλη όλες τις ποσότητες των σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν. Ζήτησε και πάλι βοήθεια από τη Δύση αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Στην τελική επιτυχία των Τούρκων δεν συνέβαλλε μόνο η ασύγκριτη υπεροχή τους σε στρατιωτικές δυνάμεις όσο το γεγονός ότι ο Μωάμεθ υπήρξε ο πρώτος άρχων στην ιστορία που είχε στη διάθεση του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Τα τέλεια και γιγάντια για την εποχή εκείνη ορειχάλκινα κανόνια των Τούρκων εξετόξευαν σε μεγάλη απόσταση τεράστια πέτρινα βλήματα στων οποίων τα πλήγματα δεν ήταν δυνατόν να αντισταθούν τα παλαιά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως καθώς ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν για εβδομάδες. Οι βολές άνοιγαν τρύπες στα τείχη τις οποίες όμως κατάφερναν να επισκευάζουν και να κλείνουν οι αμυνόμενοι καθημερινώς.
Στις 20 Απριλίου έλαβε χώρα το μόνο ευχάριστο γεγονός που έζησαν οι Χριστιανοί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Τα τέσσερα πλοία των Γενουατών που ήρθαν σε βοήθεια νίκησαν σε ναυμαχία τον στόλο των Τούρκων που είχε αποκλείσει από τα νότια τη Πόλη και μπήκαν θριαμβευτικά στον Κεράτιο ανεβάζοντας στα ύψη το ηθικό των πολιορκουμένων αφού κατάφεραν να νικήσουν τον αντίπαλο που διέθετε υπερβολική αριθμητική υπεροχή. Η χαρά όμως κράτησε μόνο για δυο μέρες. Το πρωί της 22ας Απριλίου η πόλη με τον Αυτοκράτορα επί κεφαλής αντίκρισε ένα απίστευτο θέαμα. Ο στόλος των Τούρκων βρισκόταν μέσα στον Κεράτιο! Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύκτας ο Σουλτάνος κατασκεύασε ξύλινη δίολκο δώδεκα χιλιομέτρων και μετέφερε 70 πλοία από το Βόσπορο μέσα στον κλειστό με αλυσίδα κόλπο. Ο στόλος των Ελλήνων και των Ιταλών που βρισκόταν μέσα στον Κεράτιο κόλπο βρέθηκε ανάμεσα σε δυο πυρά και η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη. Εν τω μεταξύ ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλεως που δεν διεκόπη καθόλου εξήντλησε τελείως τον πληθυσμό.
Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ιερείς, μοναχοί και μοναχές προσπαθούσαν νύχτα και μέρα κάτω από τα πυρά του πυροβολικού να επανορθώσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Και η πολιορκία αριθμούσε ήδη 50 μέρες.
Στις 21 Μάιου ο Μωάμεθ ζήτησε τη παράδοση της πόλης και υποσχόταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας, πλήρωνε ήδη 300.000 ασημένια νομίσματα ετησίως, αλλά να κρατήσει υπό την κατοχή του την Πόλη.
“ Το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ’ εμόν έστιν ουτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”. Ήταν η τελική απάντηση του Κωνσταντίνου στον Μωάμεθ λίγο πριν πέσει η αυλαία της τελευταίας παράστασης.
Στις 27 Μαΐου άρχισε ο σφοδρότερος βομβαρδισμός που γνώρισε η πόλη και ξεκίνησε η γενική επίθεση με επίκεντρο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού γιατί εκεί το τείχος είχε σχεδόν καταπέσει. Έγιναν δυο επιθέσεις και η τελική επίθεση ορίστηκε από τον Πολιορκητή να γίνει τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαΐου.
Η γηραιά πρωτεύουσα της Χριστιανικής Ανατολής, προβλέποντας την αναπόφευκτη καταστροφή και ξέροντας ότι επίκειτο η μεγάλη επίθεση, πέρασε την παραμονή της μεγάλης μέρας με προσευχές και δάκρυα. Ύστερα από διαταγή του Αυτοκράτορα θρησκευτικές πομπές τις οποίες ακολουθούσε πλήθος ανθρώπων πέρασαν από τα τείχη ψάλλοντας το «Κύριε Ελέησον». Οι άνδρες ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο να αντισταθούν σταθερά στους Τούρκους την τελευταία στιγμή της μάχης.
Το βράδυ της ίδιας μέρας έγινε στην Αγία Σοφία η τελευταία Χριστιανική ακολουθία που έλαβε χώρα στην περίφημη εκκλησία. Η μεγάλη ακολουθία εκείνης της βραδιάς πρέπει να κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία, όχι μόνο γιατί ήταν η τελευταία χριστιανική λειτουργία στο Σύμβολο της θρησκείας και της πίστης μας αλλά γιατί στην ουσία ήταν μια επιθανάτιος λειτουργία στην οποία όμως για πρώτη φορά συμμετείχαν και οι μετά από λίγο νεκροί. Ο Αυτοκράτορας και όσοι από τους αρχηγούς μπορούσαν ήταν παρόντες και το κτήριο για μια φορά ακόμη-την τελευταία- γέμισε ασφυκτικά από Χριστιανούς. Ο Πατριάρχης και ο Καρδινάλιος, το πλήθος ιερέων που εκπροσωπούσαν τόσον την Ανατολική όσον και την Δυτική Εκκλησία, ευγενείς και στρατιώτες και χιλιάδες απλοί Κωνσταντινουπολίτες ήσαν όλοι εκεί ανακατεμένοι. Ο Αυτοκράτωρ και οι ακολουθία του μετάλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων και αποχαιρέτησαν τον Πατριάρχη.
Η γενική επίθεση άρχισε την Τρίτη το βράδυ μεταξύ μία και δύο τα χαράματα τις 29ης Μαΐου. Η τρίτη επίθεση στη κατεστραμμένη Πύλη του Αγίου Ρωμανού ήταν και η τελική.
Καθώς το τείχος υποχώρησε οι Τούρκοι μπήκαν μαζικά στην Πόλη. Ο Αυτοκράτωρ πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης έπεσε νεκρός στη μάχη. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον θάνατο του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου και για τον λόγο αυτό ο θάνατος του έγινε γρήγορα θέμα θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Με το θάνατο του Αυτοκράτορα και την υποχώρηση των αμυνομένων η Πόλις εάλω!
Οι Τούρκοι μπαίνοντας στην πόλη επεδόθησαν σε ατέλειωτες σφαγές και λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος Ελλήνων κατέφυγε στην Αγία Σοφία ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι έσπασαν την κεντρική πύλη και όρμισαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν τους Έλληνες που ήταν κρυμμένοι εκεί χωρίς καμία διάκριση φύλου η ηλικίας.
Την ημέρα της πτώσεως η την επομένη ο Σουλτάνος μπήκε επισήμως στην Κωνσταντινούπολη και πήγε στην Αγία Σοφία όπου και προσευχήθηκε στον Μωάμεθ. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στα Αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών και η Αγία Σοφία έγινε τζαμί. Τις επόμενες μέρες ο Μωάμεθ ο Β’ διευθέτησε τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν ανακύψει με την Άλωση. Εκτέλεσε όλους τους επιφανείς Βυζαντινούς, ακόμη και τον μέγα δούκα Λουκά Νοταρά που είχε δηλώσει πριν την Άλωση ότι προτιμούσε τους Οθωμανούς από τους Λατίνους, διόρισε έναν προσωρινό διοικητή της πόλης και ηγέτες σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες του κράτους του.
Νέος Πατριάρχης Κων/πολης εκλέχθηκε ο Γεώργιος Σχολάριος (ως Γεννάδιος ο Β’) ο μέχρι τότε αρχηγός των ανθενωτικών στον οποίον ο Μωάμεθ ο Β’ έδωσε τόσα προνόμια ,ώστε ουσιαστικά τον κατέστησε και πολιτικό ηγέτη των χριστιανών ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετέφερε την έδρα της αυτοκρατορίας του από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη η οποία μετονομάστηκε σε Ιστανμπούλ παράφραση του Ελληνικού, εις την Πόλη. Εδώ θα παγώσω και εγώ τον χρόνο γιατί αυτών των γεγονότων την ιστορική επέτειο θέλω να εξιστορήσω, γεγονότα που συνέβησαν πριν 550+ χρόνια και σημάδεψαν τη ζωή και εξέλιξη του έθνους μας. Γεγονότα που προκάλεσαν ατέλειωτους λαϊκούς θρύλους. Θρύλους για μαρμαρωμένους βασιλιάδες,για ψάρια που πήδησαν από το τηγάνι, για πόρτες κλειστές που πίσω από εκεί περιμένει ο ιερέας της Αγίας Σοφίας για να συνεχίσει τη λειτουργία, για τον εξαδάκτυλο που θα ξαναμπεί θριαμβευτικά στην Πόλη. Θρύλους που κρατάνε ζωντανή και άσβεστη τη μνήμη μας τόσο για αυτό που χάσαμε όσο και για την ηρωική και απέλπιδα μάχη του Παλαιολόγου και των λίγων υπερασπιστών των τειχών της ξακουστής πόλης.
Δεν ξέρω πολλούς λαούς που να τιμούν μάχες που χάθηκαν όσο εμείς. Τιμούμε τον Λεωνίδα που έπεσε μαζί με τους τριακόσιους. Τιμούμε τον Κωνσταντίνο τον ΙΑ’ τον Παλαιολόγο που έπεσε ηρωικά με τους λιγοστούς συμπολεμιστές του. Οι δύο ήρωες μας έγραψαν με διαφορά σχεδόν δύο χιλιετηρίδων την ίδια κοινή ιστορία. Είχαν απέναντι τους αναρίθμητα μεγαλύτερο αντίπαλο. Ήταν και στους δύο γνωστό πως η μάχη ήταν άνιση και απέλπιδα. Μπορούσαν να παραδοθούν και να σωθούν αλλά προτίμησαν τον σίγουρο θάνατο. Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι οι Σπαρτιάτες, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών, οι Βυζαντινοί. Ακόμη και στην πιο πρόσφατη ιστορίας μας το Όχι γιορτάζουμε που μας οδηγούσε σε έναν άνισο αγώνα και όχι το τέλος του πολέμου. Πολλές φορές ξένοι συνομιλητές μου απορούν γιατί γιορτάζουμε τη έναρξη και όχι το τέλος του πολέμου. Δεν μπορούν να αντιληφθούν πως εκείνο που τιμούμε και γιορτάζουμε είναι το διαχρονικό Όχι στον κάθε κατακτητή, το Όχι χωρίς τον ανθρώπινο φόβο και λογική, το Όχι που στις διάφορες στιγμές της ιστορίας μας αντικαταστάθηκε ισότιμα από το Ελευθερία η Θάνατος.
Αν δεν συνέβαιναν τα συγκλονιστικά γεγονότα της άνοιξης του 1453 ο Κων/νος Παλαιολόγος θα ήταν ένας ακόμη από τους πολλούς άσημους αυτοκράτορες που πέρασαν από το θρόνο του Βυζαντίου. Η μοίρα του όμως άλλα είχε σχεδιάσει και έτσι όταν ήρθε η ώρα του μεγάλου Ναι η του μεγάλου Όχι, έγραψε με τη στάση του το όνομα του με ανεξίτηλα γράμματα στην τελευταία σελίδα ενός βιβλίου που στην πρώτη του σελίδα είχε πάλι γραμμένο το όνομα Κωνσταντίνος. Ο λαός μας για 550+ χρόνια περιμένει μέσα από τους θρύλους της φυλής μας τον επόμενο Κωνσταντίνο που θα ξανανοίξει το αραχνιασμένο βιβλίο και προσθέτοντας νέες σελίδες στο τέλος, θα μπει θριαμβευτικά στην Πόλη και θα κατευθυνθεί αμέσως στην Αγια Σοφιά για το μεγάλο προσκύνημα. Ο σημερινός αφηγητής ο οποίος τυχαίνει να έζησε κάποια χρόνια από τη ζωή του στην Πόλη των ονείρων μας, δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί και αυτός από τη λαϊκή παράδοση και έτσι, όταν άρχισε στα πρώτα βήματα της νιότης του να μουντζουρώνει στίχους σε άσπρα χαρτιά , κάπως έτσι αποτύπωσε τον καημό και τα όνειρά του.
ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Ανάμνηση γλυκύτατη των παιδικών μου χρόνων
η Πόλις η Επτάλοφη, της μούσας θυγατέρα.
Την τραγουδήσαν τα βουνά, την κλάψαν τα λαγκάδια
μα κείνη πάντα ήτανε και θάναι τ' όνειρό μας
η Πόλις η Ελληνική το κέντρο της ψυχής μας
μ'αυτήνα γεννηθήκαμε κι' η Ιθάκη μας αυτή'νε.
Χρόνια πολλά περάσανε και χρόνια θα περάσουν,
μα θ'άρθη εκείνη η χρονιά, η Αγια εκείνη μέρα
που πάλι ο Δικέφαλος θ'απλώσει τα φτερά του
κι' η άτυχη ημισέληνος θε να γενεί βορά του.
Θ'αρθεί κι' ο εξαδάκτυλος ντυμένος στην πορφύρα,
θα βγεί κι' από την Πόρτα του ο Αγιος Πατριάρχης,
τα ψάρια θε να πέσουνε ξανά μεσ' το τηγάνι
κι' η Θεία η Αγιά Σοφιά και πάλι θα σημάνει.
Ας ήταν Θεέ μου ν'άκανες να τα'βλεπα και γώ,
και γώ όπως όλοι Ελληνες στο μέλλον μία μέρα.
Μέρα που θ'άρθει δεν μπορεί, θ'αρθεί και θ'άναι Τρίτη
όπως εκείνη τη χρονιά την τρισκαταραμένη
μέρα που θ'άναι όμως αυτή, μέρα ευλογημένη.
Κι' αν φτάσει η ώρα του χαμού κι' η Ιθάκη δεν ζυγώνει
κάνε να φτάσουν τα παιδιά να φτάσουν οι απογόνοι
για να τελειώσει τ’ άσχημο της μοίρας το παιγνίδι
κι' ο κύκλος πια ο βάρβαρος ας έρθει για να κλείσει.
Δεν ξέρω αν τα παραπάνω θα τα έγραφα και σήμερα. Τότε ήμουν μόλις 17 χρονών. Δεν ξέρω αν τελικά θα κλείσει ποτέ αυτός ο κύκλος. Ξέρω όμως ότι έτσι κλείνει μια αφήγηση που έγινε για να θυμίζει σε όλους εμάς τις ημέρες εκείνες που αυτός ο κύκλος άνοιξε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Αρχειοθήκη ιστολογίου
Πληροφορίες
- Καππαδόκης
- Με ρίζες στις χαμένες πατρίδες, Νεάπολη Καππαδοκίας και Τραπεζούντα του Πόντου, γεννημένος στο Βόσπορο, μοναχικός ταξιδιώτης σε φιλελεύθερα μονοπατια. Πάντα με την ελπίδα αυτού που δεν ήρθε ακόμη, αλλά πάντα με τη βεβαιότητα πως κάποτε θάρθει..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου